ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΝ
Το βουρκωμένο σύννεφο τον ουρανό μαυρίζει,
Ψιλή, ψιλή αρχίνησε βροχή να ψιχαλίζει.
Είναι η φύσις που θρηνεί.
Τα δάκρυά της είν' αυτά οπού κατασταλάζουν,
Τα σύννεφα οπού βογγούν και βαριαναστενάζουν
Είν' η θλιμμένη της φωνή.
Και το ξερό εβράχηκε της ερημιάς ποτάμι'
Ακούς τί κρότο το νερό μες στα χαλίκια κάμει;
Βλέπεις τον άσπρο του αφρό;
Στες λυγαριές ανάμεσα ήσαν πουλιά κρυμμένα,
Τον κρότο μόλις άκουσαν εφύγαν τρομαγμένα,
Μ' ένα τους πέταγμ' αλαφρό.
Ιωάννης Καρασούτσας
Το βουρκωμένο σύννεφο τον ουρανό μαυρίζει,
Ψιλή, ψιλή αρχίνησε βροχή να ψιχαλίζει.
Είναι η φύσις που θρηνεί.
Τα δάκρυά της είν' αυτά οπού κατασταλάζουν,
Τα σύννεφα οπού βογγούν και βαριαναστενάζουν
Είν' η θλιμμένη της φωνή.
Και το ξερό εβράχηκε της ερημιάς ποτάμι'
Ακούς τί κρότο το νερό μες στα χαλίκια κάμει;
Βλέπεις τον άσπρο του αφρό;
Στες λυγαριές ανάμεσα ήσαν πουλιά κρυμμένα,
Τον κρότο μόλις άκουσαν εφύγαν τρομαγμένα,
Μ' ένα τους πέταγμ' αλαφρό.
Ιωάννης Καρασούτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου