Κυριακή 9 Αυγούστου 2009
Γυμνό το δέντρο που πριν είχα ντύσει την αλλαγή εποχής έχω αρχίσει έχω κυλήσει στου δρόμου την άκρη πάνω μου στάζει του σύννεφου δάκρυ...
Η μέρα που έζησα
Γυμνό το δέντρο που πριν είχα ντύσει
την αλλαγή εποχής έχω αρχίσει
έχω κυλήσει στου δρόμου την άκρη
πάνω μου στάζει του σύννεφου δάκρυ
ένα αεράκι με παίρνει απ' το χέρι
κι εγώ αφήνομαι να δω άλλα μέρη
σ' ένα παγκάκι μία εφημερίδα
πατάω πάνω κι αλλάζω σελίδα
το φαναράκι που πάντα με κοίταζε
όταν το άγγιξα έσβησε, νύσταζε
του ήλιου η άκρη αρχίζει να φαίνεται
κι αλήτης σκύλος με διώχνει, σιχαίνεται
σε καγκελάκι με θέα περπάτησα
σαν αστρονάυτης ανάλαφρα πάτησα
θαλασσινή μυρωδιά με προσπέρασε
και λίγους κόκκους απ' άμμο με κέρασε
φεύγω ψηλά, διασχίζω σοκάκια
σαν μέσα σε όνειρο με χάρτη πλακάκια
σιγά σιγά κατεβαίνω γυρίζοντας
ο αέρας έφυγε μόνος, σφυρίζοντας
σ' ένα παλτό απαλά ακουμπάω
παραπατάει, το νιώθω, γελάω
τραγούδι ακούγεται και μοιάζει αγάπης
στην αγκαλιά τους είμαι λαθρεπιβάτης
γλιστράω, πέφτω, στη γόβα της στέκομαι
και σταματάει, φοβάμαι, προσεύχομαι
τα δάχτυλα της ψηλά με σηκώνουν
και με χαρίζει καθώς με στριμώχνουν
η κίνησή της μου δίνει αξία
νιώθω στολίδι σε ξένη αταξία
έγινα ενθύμιο της νύχτας που πέρασε
κι έμεινα μέσα σε σπίτι που γέρασε
για να θυμίζω για πάντα τί άρχιζε
τη μόνη μέρα που έζησα, κι άξιζε.
Καλόγερος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
14 σχόλια:
Ωραίο ποίημα, αλλά θα πω τον καημό μου περί ομοιοκαταληξίας. Στην προσπάθεια να εξυπηρετηθεί η ρίμα χάνεται συχνά η ζωντάνια ενός ποιήματος. Δεν ξέρω γιατί αλλά μου δημιουργεί μια νευρικότητα και μια αγωνία κάθε ομοιοκατάληκτο γραπτό. Νιώθω πως την ίδια αγωνία είχε κι ο ποιητής σαν το 'γραφε εκβιάζοντας τις σκέψεις του ώστε η κούτρα του να κατεβάσει λέξεις που θα ριμάρουν. Γιατί; Κρίμα δεν είναι;
Είχα διαβάσει κάποτε έναν διάλογό σου στο τρανσλάτουμ με τον Τόλη τον Νικηφόρου, που ήταν αφοριστικός και απαξιωτικός στο θέμα της ρίμας και με είχε στενοχωρήσει πολύ, για το άκαμπτο της θέσης.
Δεν διαφωνώ με την άποψη ότι το «κυνήγι» της λέξης συχνά αποβαίνει εις βάρος του ποιήματος, αλλά έχω δει και δημιουργούς να μιλούν σε 15σύλλαβο. Να ρέει ποτάμι ακράτητο.
Όλοι οι Κρητικοί το έχουμε. Και εγώ. Μπορούμε να μιλάμε με μαντινάδες και να κάνουμε κανονικό διάλογο με μια ευκολία, σοκαριστική.
Το ίδιο και ο καλόγερος που έγραψε το ποίημα, που είναι Κρητικός και τον γνωρίζω. Του βγαίνει εντελώς πηγαία.
Πάντως από την μέχρι τώρα εμπειρία μου, μπορώ να πω ότι έχω διαβάσει εξαιρετικά ποιήματα σε ελεύθερο στίχο και εξαιρετικά με ρίμα, όπως σήμερα που θυμήθηκα τα τζιτζίκια του Ελύτη, που είχε τραγουδήσει ο Βιολάρης σε μουσική Λίνου Κόκοτου και θαύμασα πάλι, το μεγαλειώδες των απλών λέξεων, όταν ο ποιητής έχει ντουέντε:
Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ' άλλα τα παιδιά της
Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ' τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ' αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι όλ' αποκρίνονταν μαζί:
-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Πάντως, δεν είναι τυχαίο που ο Σεφέρης και ο Ελύτης γρήγορα εγκατέλειψαν τη ρίμα κι έπεσαν με τα μούτρα στον ελεύθερο στίχο.
Τυχαίο δεν ξέρω... ίσως. Ο Σολωμός άφησε ποτέ την ρίμα; Θες να πεις πως ωριμάζοντας ποιητικά έγραφαν πια σε ελεύθερο; Ή έτσι τους έβγαινε εκείνη την περίοδο; Γιατί έχω δει πολύ ώριμη ποίηση σε ρίμα, όπως σονέτα, να έχουν γραφτεί σε ώριμη ποιητική περίοδο των ποιητών.
Για να πω την αλήθεια, δεν είμαι υπέρ της μιας άποψης ή της άλλης. Δεν το βάζω άσπρο μαύρο. Εξαρτάται από το ποίημα και πόσο μιλάει στην ψυχή μου, ανεξαρτήτως φόρμας.
Ήταν πολύ νωρίς για ν' αλλάξει ο Σολωμός. Οι άλλοι δύο ανήκουν στη γενιά των νεωτεριστικών του μεσοπολέμου και είναι φανερό ότι ο ελεύθερος στίχος ταιριάζει πολύ περισσότερο στο εύρος τής σκέψης τους.
Κοίτα τώρα: έχω δημοσιεύσει ένα ποίημα του Σεφέρη, από την πρώιμη εποχή του, ένα πανέμορφο ποίημα (το Fog) που η ρίμα τού κάνει ζημιά μεγάλη σε 2-3 σημεία. Για να καταλάβεις τι εννοώ, διάβασε φωναχτά από τη δεύτερη ως την πέμπτη στροφή και θα δεις πόσο σκαλώνει. Πήγε για έξυπνη ρίμα γιατί είδε ότι δεν έβγαινε αλλιώς το ποίημα (ομόηχα φωνήεντα και όχι ομόηχες συλλαβές) κι εκεί στην τρίτη στροφή με τις «ομίχλες - τσίχλες» έχουμε τη χειρότερη στιγμή τού γραπτού, ένα νοηματικό φιάσκο που θα είχε αποφευχθεί αν δεν εστίαζε στην ομοιοκαταληξία ο ποιητής.
Επειδή, όμως, έχουμε να κάνουμε με πολύ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ποιητή (το λέω και το εννοώ), κι ας ήταν μικρός τότε, μετά την επανάληψη του στίχου «Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι» ο μακαρίτης μπαίνει σε πολύ καλή τροχιά και απογειώνει το ποίημα. Ξέρεις γιατί το απογειώνει; Λόγω ιδεών που σε κάνουν να ξεχνάς την επιλογή των λέξεων. Οι λέξεις του συνεχίζουν να χάσκουν, αλλά τα νοήματα είναι πολύ τρανά και του χαρίζεσαι γιατί είναι ο Σεφέρης.
Αν το ίδιο ποίημα είχε γραφτεί για τραγούδι, δηλαδή αν ήταν απλώς στιχουργός, κανένα πρόβλημα. Νομίζω ότι όταν αργότερα μελοποιήθηκε το συγκεκριμένο ποίημα, κέρδισε πολύ γιατί βρήκε το σωστό ρυθμό που δεν τον είχε ως απλό γραπτό.
Συμφωνώ απόλυτα για το συγκεκριμένο. Δίκιο έχεις. Δεν ξέρω όμως συνθήκες που γράφτηκε και πόσο το παίδεψε... Θέλω να πω ότι και ποιητές, διαμετρήματος Σεφέρη, θα είχαν και ποιήματα που τα έγραψαν αυθόρμητα και χωρίς να πολυνοιαστούν για την τελειότητα της φόρμας.
Συμφωνώ δε απόλυτα με το ότι το νοηματικό μεγαλείο, ξεπερνά την όποια εκφραστική ατέλεια.
Και βεβαίως να πω ότι χαίρομαι να σε διαβάζω. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που εμβαθύνεις, ανεξαρτήτως συμφωνίας ή διαφωνίας. Άλλωστε εκεί είναι και η μαγεία στην ποίηση. Να προσλαμβάνει ο καθένας μας αυτό που θεωρεί ότι εκπέμπεται.
Ε, καλά, τι να λέμε τώρα; 24 χρονών ήταν ο άνθρωπος όταν έγραψε το ποίημα και ήταν και Χριστούγεννα... άλλοι στα 24 τους δεν μπορούσαν να γράψουν ούτε στιχάκι για ημερολόγιο τοίχου. Μιλάμε για ένα παιδί που μεγάλωσε στη διάρκεια ενός παγκόσμιου πολέμου. Αυτό άμα σκεφτούμε, τελειώνει και κάθε συζήτηση για το ποίημα. Τιμή μας και καμάρι μας που ήταν συμπατριώτης μας - μόνο αυτό μπορούμε να πούμε τώρα πια. Και να κοιτάξουμε ν' ανοίξουμε τα δικά μας τα στραβά στις αρχές τού 21ου αιώνα προτού κρίνουμε τους ποιητές τού μεσοπολέμου. Και για τον εαυτό μου το λέω αυτό που έκανα τα προηγούμενα σχόλια για τον Σεφέρη.
Καταλαβαίνω αυτό που λες. Νιώθω κι εγώ ένα τέτοιο δέος μπροστά στο μεγαλείο κάποιων ποιητών, που φοβάμαι και να μιλήσω. Όμως αυτό δεν μ' εμποδίζει να διαπιστώσω, όπως κι εσύ, ατυχείς στιγμές. Όλοι οι ποιητές είχαν και τέτοιες. Πόσοι δεν έχουν αποκηρύξει μέρος του έργου τους ή πόσοι δεν έκαναν επανεκδόσεις με διορθώσεις... Και πόσες φορές δεν ήταν οι ίδιοι, οι αυστηρότεροι κριτές της ποίησής τους και πόσες επίσης δεν λατρέψαμε τα αποκηρυγμένα τους ή τα ανέκδοτα του συρταριού τους.
Α, ναι, ξέχασα να σχολιάσω τα «τζιτζίκια» τού Ελύτη.
Αυτό είναι από την ενότητα «Θαλασσινό τριφύλλι» στα «Ρω τού έρωτα» και όλα τα γραπτά του βιβλίου γράφτηκαν για τραγούδια, όπως ξεκαθαρίζει ο ποιητής στον πρόλογό του τον οποίο και μεταφέρω εδώ αυτολεξεί για να μας βρίσκεται:
Οι άγγελοι τραγουδάνε. Κι οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βαστάει στη ζωή. Γι' αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γράψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλλιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από κει και πέρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ' ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκα ή δεν μπορούσα ίσως να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως νιώθει. Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν.
Κοντολογίς, ένα από τα άλλα ιερά τέρατα της εποχής, ο Ελύτης, πήγε να γράψει πρόλογο για να μας εξηγήσει γιατί αποφάσισε να φτιάξει και μερικά τραγούδια, και μας έδωσε ένα ποιητικότατο πεζό κείμενο. Τι να πει κανείς με δαύτους; Σε κάνουν να νιώθεις μικρός κι ασήμαντος δίπλα τους.
Σ' ευχαριστώ από καρδιάς για την κατάθεση. Ειλικρινά κάποιες βραδιές, ανάτασης ψυχικής, με συζητήσεις τέτοιες, με κάνουν να ευγνωμονώ το δίκτυο και να χαμογελάω καρτερικά σε αυτούς που μου λένε πως είμαι βαρεμένη που δε βγαίνω. Γιατί έτσι ακριβώς νιώθω. Όπως είπες. Τί να πεις για τους ποιητές; Τί να πεις για την ποίηση... Δέος μπροστά στο μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, όταν πετυχαίνουν να το εκφράσουν με λέξεις.
Α, όποτε έρχομαι το χειμώνα στην Αθήνα, θα σε παίρνω μαζί μου μόνο εκεί που αξίζει. Γιατί κι εγώ δεν βγαίνω κι ας λένε ό,τι θέλουν οι άλλοι. Είναι κι άλλοι σαν εμάς και έχουν τους ίδιους λόγους που δεν εμφανίζονται δεξιά ζερβά.
Να μη μ' ευχαριστείς καθόλου. Κάνουμε όσο μπορούμε αυτά που λέγαμε χτες - χτίζουμε ένα καλύτερο διαδίκτυο, πετραδάκι-πετραδάκι.
Σε περιμένω με ιδιαίτερη χαρά! ;)
Το θέμα δεν είναι η μορφή που επιλέγει ο καλλιτέχνης, αλλά οι ικανότητες του καλλιτέχνη, ασχέτως μορφής. Δηλαδή αν ο Μπαχ έγραφε για ηλεκτρική κιθάρα δεν θα ήταν Μπαχ;
Γεια σου Σπύρο! Χαίρομαι που σε γνωρίζω... έστω από 'δω.
Φυσικά συμφωνώ μαζί σου. Το θέμα είναι το ντουέντε. Όταν αυτό υπάρχει... η μορφή είναι ασήμαντη λεπτομέρεια. ;)
Δημοσίευση σχολίου