Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Σ' αγαπώ με της άνοιξης τ' αηδόνια, με τα ξερά τα φύλλα που χρυσάφι στρώνουν ταπί στ' Άγιου Aντρεός το μήνα. Σ' αγαπώ με της θλίψης τα τρηδόνια και με της αναγάλλιασης τα κρίνα.


Tο Διαμαντένιο του Όρθρου μου…

Tο διαμαντένιο του όρθρου μου πετράδι!
―Σ' αγαπώ με το πάθος που δεν ξέρει
παρά εσένα ουρανό κ' εσένανε άδη,
με το πάθος τυφλό του σφιχτοχέρη.
Σ' αγαπώ με τον ήλιο, με το αστέρι
που ολογλυκαίνει το πικρό αχνό βράδι,
και με του Γεναριού το καλοκαίρι,
μ' εσάς της μυγδαλιάς ολόανθοι κλάδοι.
Σ' αγαπώ με της άνοιξης τ' αηδόνια,
με τα ξερά τα φύλλα που χρυσάφι
στρώνουν ταπί στ' Άγιου Aντρεός το μήνα.
Σ' αγαπώ με της θλίψης τα τρηδόνια
και με της αναγάλλιασης τα κρίνα.
M' όσα οι κούνιες κρατάν και μ' όσα οι τάφοι.

Κωστής Παλαμάς
(από το K' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Eρμής 2001)

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα, μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ' τα ωχρά χωράφια τής φθινοπωρινής ερήμωσης...


[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]


Γιάννης Ρίτσος, Χειμερινή διαύγεια (απόσπασμα)

Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή χειμωνιάτικη λιακάδα
λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον καρόδρομο
κ' η επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο κενό, μες στην ασφυκτική διαφάνεια

Το σπίτι τού συμβολαιογράφου με τα μεγάλα του παράθυρα
τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς τα έξω,
μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,
ολόκληρο κερδισμένο απ' το χειμώνα,
με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του, την κουζίνα του,
με το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι τής τραπεζαρίας -
κ' οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο μαγκάλι θυμιατίζοντας
παλιές εικόνες, παλιούς καιρούς, που χάσανε τη δύναμή τους και το χρώμα τους
και λίγο - λίγο χάσανε το νόημά τους
κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους
κι αργότερα τη νοσταλγία τους -

Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Πότε; Πού; Γιατί;
Και τι να τα κρατήσεις; Τι να τα κάνεις;
Τι να τον κάνεις το χρόνο; Να διατηρήσεις τι;

Έγνοιες για τα χαλιά, για τις κουβέρτες, για τα μάλλινα ρούχα -
χρόνια και χρόνια, κάθε χρόνο, στο έμπα τής άνοιξης,
να τα μαζεύεις, να τα τινάζεις, να τα βουρτσίζεις,
να τα καταχωνιάζεις στα μπαούλα, στις ντουλάπες, στρώμα - στρώμα με παλιές εφημερίδες,
σα να θάβεις κάτι αγαπημένο για να το διαφυλάξεις
κ' είναι μια λύπη να το θάβεις - μα τι να γίνει;
Ύστερα είναι το φως τής άνοιξης και το πράσινο της άνοιξης,
ύστερα το φως τού καλοκαιριού κ' η θάλασσα του καλοκαιριού,
ύστερα μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα,
μονάχα το φως κ' οι χειρονομίες του μες στο άπειρο,
το κάτασπρο φως που όλα τα καίει, τα πνίγει, τ' αφανίζει,
παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα,
δόξες κ' αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις.

Τότε και συ ξεχνούσες λύπη, τύψη, σχέδια και μετάνοια - ξανάρχιζες
τα ίδια σφάλματα, τα ίδια φιλιά, την ίδια γύμνια έτσι καλά ντυμένη,
ώσπου να ‘ρθουν οι πρώτες υγρασίες,
τα πρώτα μεγάλα μετανιωμένα αστέρια,
η σιωπηλή, όλο θάμβος, λεηλασία τού φθινοπώρου.

Κ' έφτανε αργή κι αθόρυβη, κι όχι θλιμμένη, η άλλη μέθη, της περισυλλογής,
να συγκεντρώνεις τα διασκορπισμένα, να εκβιάζεις
ένα κέρδος μαγικό απ' τ' απωλεσμένα - κι όχι να εκβιάζεις
μονάχα τους προσφέρονταν διπλά και τρίδιπλα,
κήποι και γέλια κοριτσιών ανάμεσα στις ακακίες πού ήταν κάποτε
εχθρικά ή αδιάφορα ανθισμένες
κ' ήταν πάλι ανθισμένες - ολόκληρες λευκές στρατιές, σύμμαχες τώρα, στο αραιό σκοτάδι.

Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,
μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ' τα ωχρά χωράφια τής φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ' ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα 'χεις
είναι σχεδόν σα να τα 'χεις, - τα 'χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ' ίσως με ειλικρίνεια.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)

Πηγή: translatum.gr

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Tantas cosas-Ismael Serrano...Si te vas, los árboles del parque seguirán creciendo, pasará este otoño.





Τantas cosas-Ιsmael Serrano

Si te vas, los árboles del parque
seguirán creciendo, pasará este otoño.
Se unirán dos nuevas soledades,
se dirán mentiras, seguiremos locos.
En el Metro sonreirás dormida camino de clase
y yo como siempre quizás llegué tarde.
Seguiré cerrando bares y recuerdos.
No aprenderé nunca a retirarme a tiempo.
Dormiré en la calle, besaré otros fuegos.

La ciudad en tu ausencia seguirá creciendo,
devorando vidas, haciéndolas humo.
Otros cumplirán los planes que trazamos,
que no terminamos, haciéndolos suyos.
Seguirás llorando en algunos cines,
olvidando todo aquello que aprendiste.
Nacerán mil niños y nuevas canciones,
y quizás alguno, quizás, lleve tu nombre.
Nuevos simulacros, nuevas confesiones.

Si te vas, los árboles del parque
seguirán muriendo y también mi fe.
Seguiré olvidándome las llaves
al salir de casa, y quizá en tu piel
haya quien esconda allí su cansancio,
todos sus temores, o quizás sus labios.
Tantas, tantas cosas seguirán pasando,
que quizás las cosas no nos cambien tanto.

Tantas, tantas cosas.

Pero si te vas, estos días serán
esa sucia y vacía franja de playa
que queda cuando tú te has ido,
cuando el mar se aleja y la marea baja.
Yo estaré cansado y quizás más viejo,
maldiciendo estos días muertos.
Tantas, tantas cosas seguirán pasando,
que quizás las cosas no nos cambien tanto.

Tantas, tantas cosas.

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Αυτός ο όμορφος φθινοπωριάτικος καιρός πόσο πάει βαθιά μες στα κόκκαλα...

Για να μην φοβόμαστε τον τάφο

Αυτός ο όμορφος φθινοπωριάτικος καιρός
πόσο πάει βαθιά μες στα κόκκαλα.
Η συγκρατημένη του διαύγεια, η ευγενική του
μελαγχολία λες και είναι φτιαγμένες
γι’ αυτό το περιφρονημένο μέρος του κορμιού μας
που μόνο όταν είμαστε γέροι κάνει την παρουσία του
αισθητή σαν μια μακρινή υπενθύμιση του τάφου.
Κι όπως το φθινόπωρο είναι ο τάφος,
όχι μόνο του καλοκαιριού αλλά ολόκληρης
της χρονιάς, το λίκνο του μούστου,
ο θρίαμβος των πρώτων πουλόβερ,
έτσι κι αυτό που ονομάζουμε ρευματισμούς,
πόνους στα κόκκαλα, δεν έχουν τίποτα
απ’ την στυγνότητα των συναισθημάτων της νιότης.

Δεν θέλω να κλάψω τώρα που ήρθε το φθινόπωρο
δεν θέλω να δω στα ρείθρα αυτό το νερό
των πόλεων, αυτό το νερό το τόσο θολό
απ’ τους στροβίλους της ανικανοποίησης.
Μόνο να, θέλω αυτός ο όμορφος φθινοπωριάτικος
καιρός να δώσει στα κόκκαλά μας
που μόνο το φιλί του τάφου θα αισθανθούν
να νοιώσουν κάτι απ’ το ρίγος
και την θαλπωρή της θνητής μας σάρκας

Χάρης Μεγαλυνός
Το μήλον της έριδος (Οδός Πανός)